- ὁπλικῶν
- ὁπλικόςpertaining to armsfem gen plὁπλικόςpertaining to armsmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλοστάσιο — το 1. στρ. 1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά. 2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
Μακ Ναμάρα, Ρόμπερτ — (Robert McNamara, Σαν Φρανσίσκο 1916 –). Αμερικανός πολιτικός. Αποφοίτησε το 1937 από το πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, με πτυχίο στα οικονομικά και στη φιλοσοφία και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Χάρβαρντ. Το… … Dictionary of Greek